- νταλκαβούκης
- ο1) паразит, дармоед, нахлебник; 2) льстец; 3) шут
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νταλκαβούκης — ο 1. παράσιτο, κόλακας, γελωτοποιός 2. αμόρφωτος, άξεστος 3. επισκέπτης που παρουσιάζεται κατά την ώρα τού φαγητού επίτηδες για να τον προσκαλέσουν να παρακαθήσει κι αυτός στο τραπέζι, ανεπιθύμητος μουσαφίρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dalkavuk] … Dictionary of Greek